- σελιδοδείκτης
- οταινία για επισήμανση κάποιας σελίδας ενός βιβλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελιδοδείκτης — και σελιδοδείχτης, ο, Ν μακρόστενη ταινία από χαρτόνι, ύφασμα ή πλαστικό η οποία χρησιμεύει για την επισήμανση σελίδας βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + δείκτης (πρβλ. λεπτο δείκτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
σελιδοδείχτης — ο, Ν βλ. σελιδοδείκτης … Dictionary of Greek